[...]
Όταν έπιασα δουλειά στον Οργανισμό, η Κάκια με έδιωξε, γλυκά, όσο γλυκά με είχε βάλει στο σπίτι της, στην κρεβατοκάμαρά της, στη ζωή της. Δεν αποχαιρέτησα την οδό Φειδίου με κάποια τελετουργικότητα, μ' ένα τελευταίο δείπνο, με τη μελαγχολία των αποχωρισμών. Η μαθητεία στην οδό Φειδίου είχε φτάσει στο τέλος της. Έφυγα σούρουπο και οδοιπόρησα ως το σπίτι μου. Ακόμα τότε μπορούσες να κουβαλάς τη μοναξιά σου οδοιπορώντας μέσα στην πόλη, να διασταυρώνεις βλέμματα με περαστικούς, ν' ακούς από μισόκλειστα παράθυρα το κλάμα ενός μωρού, να στρέφεις στον ουρανό για να δεις τ' αστέρια. Για πολλά χρόνια δεν ξαναπέρασα από την οδό Φειδίου, δεν ήταν εξάλλου ο δρόμος μου.
Και μόνο πριν δυο τρία χρόνια διαπίστωσα ότι το σπίτι με το μπαλκόνι και τα φουρούσια είχε κατεδαφιστεί κι είχε ανεγερθεί μια πολυώροφος οικοδομή γραφείων. Αντιστάθηκα, δεν πλησίασα τον πίνακα με τα κουδούνια. Έχω όμως τη διαίσθηση ότι θα έγραφε Pret a porter Κατιούσα.
<< Αικατερίνη, Κατερίνα, Κάτια, έστω Καίτη, γιατί Κατιούσα; >><< Η εποχή βλέπεις... >> Η εποχή, ασφαλώς η εποχή. Η Κατιούσα λογότυπο της μόδας κι όχι μια τσεχοφική ηρωίδα, που δε ζει τη φθορά σε έρημους κήπους υπό το σεληνόφως, σε κάποια επαρχιακή ρωσική πόλη, αλλά στο μπαλκόνι ενός δίπατου σπιτιού της οδού Φειδίου.
Η Κάκια δεν παγιδεύτηκε, δεν παραδόθηκε στους τελευταίους ναυαγοσώστες που έχουν παραμείνει για να περιμαζεύουν όνειρα, ψευδαισθήσεις, ανεκπλήρωτες προσδοκίες, με τη βαρεμάρα των ανθρώπων που ούτε υλικά για ανακύκλωση περισυλλέγουν και που σύντομα θα βρεθούν εκτός εργασίας κι ετοιμάζονται να μεταγραφούν σ' ένα σίγουρο επάγγελμα: να γίνουν σκουπιδιαραίοι.
(απόσπασμα από μία από τις διηγήσεις του βιβλίου)
Μίλτος Α.Λιδωρίτης, Μετρό 2000, εκδ. Οδυσσέας, 1997
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου