Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

Η νύχτα μόλις πρίν από τα δάση



Έτυχε απλά να ψάχνω για βιβλία, πέφτω σε ένα μπλογκ όπου σε παραπέμπει μεταξύ άλλων σε ιστοσελίδες εκδόσεων. Μπαίνω σε κάποιες και αρχίζω την εξερεύνηση. Ενώ κοιτάζω στη στήλη των βιβλίων που έχουν θέμα το θέατρο και έχω διαβάσει τα σχετικά για όσα μου φάνηκαν ενδιαφέρον, ένα μόνο μου μένει στο μυαλό από αυτή την κατηγορία και σημειώνω κάπου τίτλο και συγγραφέα. Δυο μέρες αργότερα, δηλαδή σήμερα, βγαίνω έξω με παρέα. Βλέπουμε μία αφίσα για ένα θεατρικό - που είχα δει ξανά την πρηγούμενη αλλά δεν το θυμώμουν καν - και αποφασίζουμε χωρίς σκέψη να πάμε. Το λατρεύω το θέατρο. Το βιβλίο, ο τίτλος του, το απόσπασμα που υπήρχε στην ιστοσελίδα που είχα επισκεφθεί μοιάζουν σα να μην τα διάβασα ποτέ από την ώρα που απενεργοποιήσα τον υπολογιστή, σίγουρη ότι θα το κοιτάξω το βιβλίο, αφού τώρα ξέρω ποιο είναι. Φτάνουμε λοιπόν στο καφέ όπου γινόταν το θεατρικό. Κοιτάζω πάλι την αφίσα που έχουν εκεί. Ο τίτλος ακόμα δε μου λέει κάτι. Μονόλογος θα είναι σκέφτομαι, καθώς αναφέρουν ένα όνομα ηθοποιού. Είχαμε πάει νωρίς, αργεί λίγο να αρχίσει. Είναι ένας σχετικά μεγάλος σε ηλικία ηθοποιός, μιλάει δήθεν σε έναν περαστικό που τον αποκαλεί φίλο και του ζητάει μόνο ένα δωμάτιο να μείνει τη νύχτα. Μισή νύχτα, όση έχει απομείνει... Του μιλάει αρκετή ώρα. Δε θα μιλήσω για όσα λέει, μόνο για ένα σημείο που αφηγείται μία νύχτα κάτω από τη γέφυρα, που συνάντησε μια κοπέλα. Αυτές οι στιγμές που πέρασε μαζί της εμπεριέχονταν ακριβώς στο απόσπασμα που είχα διαβάσει. Το βιβλίο ακόμα να μου έρθει στο μυαλό. Επιστρέφοντας σπίτι το ψάχνω, με τα λόγια που θυμάμαι από το μονόλογο στο σημείο εκείνο. Το βρήκα! Θυμώμουν ότι κάπου τα είχα διαβάσει, αφού καθώς άκουγα τον ηθοποιό ήξερα τι θα πει μετά. Ήταν από το βιβλίο. Θα πάω να το βρω, μου άρεσε και το υπόλοιπο που άκουσα εκεί που πήγαμε. Ακολουθεί το απόσπασμα...



[…] με βλέπεις έτσι τώρα, το κεφάλι μου να μη στέκει και καλά (αλλά θα μου περάσει). Το είδα εγώ με την πρώτη ότι είσαι εντάξει τύπος, μπορεί κανείς να σου μιλήσει : το πραγματικό της όνομα δεν το ξέρω, εκείνο που μου είπε δεν είναι το δικό της, δεν θα πω λοιπόν πώς ήταν φτιαγμένη, κανείς δεν θα μάθει ποτέ ποιος κοιμήθηκε με ποιον μια ολόκληρη νύχτα, κάτω από μια γέφυρα καταμεσής της πόλης, υπάρχουν ακόμη τα ίχνη στην πέτρα εκεί κάτω: περπατάς όπου να 'ναι κάποιο βράδυ,'ετσι στην τύχη, βλέπεις μια κοπέλα να γέρνει ακριβώς πάνω από το νερό, την πλησιάζεις κατά τύχη, γυρνάει και σου λέει: το όνομά μου εμένα είναι μάμα, μη μου πεις το δικό σου, δεν της λες το δικό σου, της λές: πού πάμε; σου λέει εκείνη: πού θες να πάμε; δεν καθόμαστε εδώ, είσαι; κάθεσαι λοιπόν εκεί, ώς τα χαράματα που φεύγει, όλη νύχτα τη ρωτάω: ποια είσαι; πού μένεις; τι κάνεις; πού δουλεύεις; πότε θα ξαναβρεθούμε; λέει εκείνη σκύβοντας πάνω από το ποτάμι: δεν τ' αφήνω ποτέ το ποτάμι, πάω από τη μια όχθη στην άλλη, από τη μια γέφυρα των πεζών στην άλλη, ανηφορίζω το κανάλι και επιστρέφω πάλι στο ποτάμι, χαζεύω τις μαούνες, χαζεύω τους υδατοφράχτες, ψάχνω το βυθό του νερού, κάθομαι στην άκρη του νερού ή σκύβω πάνω του, εγώ μόνο σε γέφυρες και σε όχθες μπορώ και μιλάω, και μόνο εκεί μπορώ να αγαπάω, όπου αλλού είμαι σαν ψόφια, όλη μέρα βαριέμαι και το βράδυ επιστρέφω κοντά στο νερό…




Bernard-Marie Koltes, Η νύχτα μόλις πριν από τα δάση ( La Nuit Juste Avant Les Forets ) , εκδ. Άγρα, 1993.

Δεν υπάρχουν σχόλια: